- κουτιαίνω
- accoutumance
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
κουτιαίνω — και κουταίνω κούτιανα, κουτιάστηκα, κουτιασμένος 1. κάνω κάποιον κουτό: Τον κούτιαναν οι γυναίκες. 2. γίνομαι κουτός: Κούτιανε από το διάβασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουτιαίνω — 1. κάνω κάποιον κουτό, αποβλακώνω 2. γίνομαι κουτός, χάνω το μυαλό μου, αποβλακώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτός + ιαίνω (πρβλ. χλομ ιαίνω)] … Dictionary of Greek
αποκουτιαίνω — 1. αποβλακώνω, αποχαυνώνω 2. γίνομαι κουτός, ξεμωραίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < από * + κουτιαίνω < επίθ. κουτός + (κατάλ.) ιαίνω πρβλ. ξεκουτιαίνω] … Dictionary of Greek
ξεκουτιαίνω — και ξεκουτιάζω 1. καθιστώ κάποιον ανόητο, αποβλακώνω 2. (ενεργ. και μέσ.) γίνομαι ανόητος, αποβλακώνομαι, ξεμωραίνομαι (α. «γέρασες και ξεκούτιανες» β. «γριά ξεκουτιασμένη») 3. αποχαυνώνομαι από τις καταχρήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * +… … Dictionary of Greek